- μούστος
- ο виноградное сусло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μούστος — ο (Μ μοῡστος) ο χυμός τών σταφυλιών ο οποίος δεν έχει υποστεί ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vinum mustum «νέο κρασί», τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ., αρχ. άνω γερμ. most)] … Dictionary of Greek
μούστος — ο ο χυμός που βγαίνει από τα σταφύλια πριν ζυμωθεί για να γίνει κρασί, το γλεύκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουστώνω — [μούστος] 1. ζαλίζομαι από αναθυμιάσεις μούστου 2. ναρκώνομαι από βαρύ ύπνο … Dictionary of Greek
μοῦστον — μοῦστος mustum masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούστου — μοῦστος mustum masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
μούστον — μοῡστον, τὸ (Μ) ο μούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μοῦστος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
мост — I I., род. п. моста (позднее: моста), диал. также пол , черниг. (РФВ 50, 319), укр. мiст, др. русск. мостъ мост, плотина, уличная мостовая, судовая палуба , ст. слав. мостъ γέφυρα (Супр.), болг. мост (Младенов 305), сербохорв. мо̑ст, род. п.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Liste der Seen in Griechenland — Natürliche Seen (Fysikes Limnes; Φυσικές λίμνες) Name Deutsch Name Griechisch Geographische Region Präfektur (Nomos) Fläche [km²] Max. Länge [km] Max. Breite [km] Max. Tiefe [m] Trichonida See Λίμνη Τριχωνίδα Westgriechenland, Festlan … Deutsch Wikipedia
Liste von Seen in Griechenland — Natürliche Seen (Fysikes Limnes; Φυσικές λίμνες) Name Deutsch Name Griechisch Geographische Region Präfektur (Nomos) Fläche [km²] Max. Länge [km] Max. Breite [km] Max. Tiefe [m] Trichonida See Λίμνη Τριχωνίδα Westgriechenland, Festland Ätolien… … Deutsch Wikipedia
έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… … Dictionary of Greek